Η λέξη Πεϊνιρλί είναι Τούρκικης προελεύσεως και σημαίνει (πενίρ: τυρί) ενώ η κατάληξη – λι χρησιμοποιείται και για άλλα υλικά όπως Kiymali (με κιμά), Ispanakli (με σπανάκι), Pasturmali (με παστουρμά) κ.α. Στη Γεωργία υπάρχει μια παρόμοια μορφή με πιο στρογγυλή ζύμη το Katchapuri που σερβίρεται με ολόκληρο αυγό από πάνω.
Οι Πόντιοι στις περιοχές τους επηρεαστήκαν από την γαστρονομία των γειτονικών λαών και εξέλιξαν τις ζύμες τους. Σε διάφορες πόλεις της Μικράς Ασίας θα βρείτε το πεϊνιρλί με διαφορετικές μορφές, από λεπτή ζύμη με γέμιση, με φύλλο σαν τυρόπιτα, ακόμα και στο κλασικό σχήμα βάρκας.
Στον Πόντο έφτιαχναν γιαγλία και τα γέμιζαν με ότι βρισκόταν στο σπίτι. Στεγνά φασούλια (καβουρδισμένα στο βούτυρο), βραστά φασόλια, καβουρμάν (κρέας καβουρντισμένο στο λίπος του), καρτόφαι (πατάτες στη χόβολη με πολύ αλάτι) κλπ. Όταν στις ζύμες αυτές έβαζαν τυρί τα έλεγαν «Πυροσκία».
Την δεκαετία του 1920 οι Πόντιοι πρόσφυγες κουβάλησαν μαζί τους τα μυστικά της κουζίνα τους που με την εγκατάσταση τους στην Ελλάδα άρχισε και η επιρροή της κουζίνας τους. Αν και τα μυστικά που κουβάλησαν μαζί τους οι Πόντιοι πρόσφυγες έμειναν αρχικά κρυμμένα σε παραδοσιακές ταβέρνες και μικρά μαγαζιά με ειδίκευση στις σφολιάτες δεν άργησε η στιγμή που διαδόθηκαν .
Ένα μικρό αρτοποιείο στην Δροσιά ήταν το πρώτο μαγαζί για το οποίο έχουμε αναφορές ότι σέρβιρε πεϊνιρλί στην Ελλάδα την δεκαετία του 1920.
Το πρώτο μαγαζί για το οποίο έχουμε αναφορές ότι σέρβιρε πεϊνιρλί στην Ελλάδα στα μέσα της δεκαετίας του ’20, ήταν ένα μικρό αρτοποιείο – παντοπωλείο στην Δροσιά. Ο ιδιοκτήτης του λίγο πριν από τον Δεύτερο Παγκόσμιο πόλεμο μετακόμισε αρχικά στην Δραπετσώνα. Λίγο αργότερα μετακόμισε στην Δροσιά Αττικής όπου ήταν εγκατεστημένοι πολλοί Πόντιοι. Αρχικά έφτιαχνε πεϊνιρλί για τους φίλους του για να θυμούνται τα μέρη τους . Όμως η γεύση του, τους ξετρέλανε όλους . Έτσι το 1948 είχε εξελιχθεί σε μια πραγματική παραγωγική μονάδα, ενώ την επόμενη δεκαετία ανοίγουν στην ίδια περιοχή διάφορα εστιατόρια που ειδικεύονται στο πεϊνιρλί ή το περιλαμβάνουν στον κατάλογό τους.
Στη Θεσσαλονίκη το πεϊνιρλί έφτασε και πάλι μαζί με τους πρόσφυγες και είναι αρκετά συνηθισμένη η παραδοσιακή εκδοχή της Γεωργίας με το αυγό .
Η ιστορία της παλαιότερης ταβέρνας για λαχταριστό πεϊνιρλί Ελευθεριάδης
Η ιστορία της παλαιότερης ταβέρνας για λαχταριστό πεϊνιρλί ξεκινά το 1928, από τον παππού, μπαρμπα-Γιάννη Ελευθεριάδη από την Τρίπολη της Τραπεζούντας. Ήρθε μαζί με τη γυναίκα όπου πρωτοεγκαταστάθηκαν μετά τον ξεριζωμό τους μέχρι το 1927, στη Δραπετσώνα. Ένα χρόνο μετά μετακόμισαν στη Δροσιά όπου άνοιξαν ένα φούρνο που γρήγορα έγινε ο καλύτερος στην περιοχή με φρέσκο χωριάτικο ψωμί. Τις Κυριακές ο παππούς μεράκλωνε με τους φίλους συμπατριώτες του, έψηνε πεϊνιρλί που τόσο αγαπούσαν και τα σέρβιρε πάνω σε λαδόκολλες, πρόχειρα, μπροστά από τον ζεστό φούρνο. Ήταν ένας μεζές που τον απολάμβαναν στο πόδι και θυμώντουσαν τα μέρη τους . Όμως η παρέα συνεχώς μεγάλωνε και γρήγορα ήθελαν να το ευχαριστιούνται σε χώρο πιο άνετο. Έτσι ο φούρνος επεκτάθηκε και μπήκαν και λίγα τραπέζια κυρίως στον εξωτερικό χώρο . Με τον καιρό ο φούρνος έγινε στέκι, με οργανωμένη κουζίνα πια.
Στην αρχή οι πρώτοι πελάτες έρχονταν κυρίως από τον Πειραιά και ήταν Πόντιοι πρόσφυγες που έπαιρναν το λεωφορείο και έρχονταν στη Δροσιά για το πεϊνιρλί για την κυριακάτικη εκδρομή τους.
Ο Ελευθεριάδης στις 5/4/1951 πήρε δίπλωμα ευρεσιτεχνίας από το Υπουργείο Εμπορίου του Βασιλείου της Ελλάδος για την εφεύρεση του πεϊνιρλί ως «πρωτότυπον έδεσμα και μέθοδος παρασκευής αυτού».
Με τα χρόνια η περιοχή της Δροσιάς έγινε διάσημη και συνδέθηκε για χρόνια με το εξοχικό περιβάλλον και το πεϊνιρλί.