Η Ελλάδα βρίσκεται αντιμέτωπη με ένα οξύ οικονομικό φαινόμενο καθώς οι μισθοί παραμένουν σε ιστορικά χαμηλά επίπεδα σε σύγκριση με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, ενώ από την άλλη οι τιμές βασικών αγαθών και υπηρεσιών συγκλίνουν επικίνδυνα με αυτές των ακριβότερων χωρών της Ευρωζώνης.
Το αποτέλεσμα είναι μία δραματική μείωση της αγοραστικής δύναμης του Έλληνα καταναλωτή.
Η Ελλάδα “Προτελευταία” στην Ευρωπαϊκή κατάταξη στους μισθούς
Τα επίσημα στοιχεία της Eurostat για το 2024 αποτυπώνουν με τον πιο ανάγλυφο τρόπο το μισθολογικό χάσμα που χωρίζει την Ελλάδα από την υπόλοιπη Ευρώπη.

Όπως προκύπτει, ο μέσος ετήσιος μισθός στην Ελλάδα ανέρχεται μόλις στα 18.000 €, τοποθετώντας τη χώρα στην προτελευταία θέση της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σχεδόν στο μισό του ευρωπαϊκού μέσου όρου των 39.800 €. Αυτό το χάσμα, που έχει διευρυνθεί σημαντικά από το 2009, όταν ο μισθός στην Ελλάδα αντιστοιχούσε στο 82,5% του ευρωπαϊκού μέσου όρου, υποδηλώνει μια χρόνια απώλεια εισοδήματος.
Κατώτατος μισθός στην Ελλάδα σε σχέση με τις υπόλοιπες χώρες της Ε.Ε.
Ακόμα και στον κατώτατο μισθό (€880 μεικτά, από 1/4/2025), η Ελλάδα ανήκει στην ομάδα των χωρών με ενδιάμεσο επίπεδο αμοιβών. Ενώ χώρες όπως το Λουξεμβούργο (€1.998), η Γερμανία (€1.498) και η Γαλλία (€1.480) έχουν κατώτατους μισθούς που υπερβαίνουν κατά πολύ τα 1.400 € (ακαθάριστα μηνιαίως, στοιχεία 2017), η Ελλάδα παραμένει συγκριτικά χαμηλά, με τον καθαρό μηνιαίο μισθό για το 50% των εργαζομένων να είναι μικρότερος των 800 €.
Το πραγματικό πρόβλημα για τον Έλληνα καταναλωτή είναι ότι, ενώ οι μισθοί είναι συγκρίσιμοι με χώρες της Ανατολικής Ευρώπης αντίστοιχα οι τιμές βασικών αγαθών και υπηρεσιών πλησιάζουν όλο και περισσότερο τα επίπεδα των χωρών της Δυτικής και Βόρειας Ευρώπης.
Συγκριτικά επίπεδα τιμών
Σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat για τα συνολικά επίπεδα τιμών καταναλωτικών αγαθών και υπηρεσιών (με δείκτη τον μέσο όρο της ΕΕ=100), η Δανία και η Ιρλανδία εμφανίζονται ως οι ακριβότερες χώρες. Ωστόσο, στην Ελλάδα καταγράφει μία από τις μεγαλύτερες αυξήσεις στις τιμές των βασικών ειδών την τελευταία διετία, φτάνοντας έως και το 65% σε ορισμένες κατηγορίες.

Τα ακριβή στοιχεία για το συνολικό επίπεδο τιμών της Ελλάδας το 2024 δεν είναι πλήρως διαθέσιμα, ωστόσο η τάση δείχνει σύγκλιση με τον μέσο όρο της Ε.Ε., γεγονός που σε συνδυασμό με τους χαμηλούς μισθούς οδηγεί σε μειωμένη αγοραστική δύναμη.
Η Ελληνική ιδιαιτερότητα
Ενώ σε χώρες με υψηλές τιμές (π.χ. Δανία, Λουξεμβούργο) οι υψηλοί μισθοί αντισταθμίζουν το κόστος, στην Ελλάδα συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο.
Η αύξηση έως και 65% στις τιμές βασικών ειδών διατροφής την τελευταία διετία έχει οδηγήσει το ποσοστό των πολιτών σε υλική στέρηση να ξεπερνά το 30%, σχεδόν διπλάσιο από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο (21,4%). Μάλιστα το 32,3% των φτωχότερων πολιτών αδυνατεί να καταναλώνει κρέας, κοτόπουλο ή ψάρι κάθε δεύτερη μέρα.
Με απλά λόγια, ο Έλληνας εργαζόμενος αμείβεται με μισθούς βαλκανικών χωρών, αλλά καλείται να πληρώσει τις τιμές δυτικοευρωπαϊκών χωρών, δημιουργώντας μια «κρίση διαβίωσης» στη διατροφή και τη στέγαση.
Η ανάγκη για άμεση μισθολογική σύγκλιση
Για να βελτιωθεί η κατάσταση, δεν αρκούν μόνο οι ονομαστικές αυξήσεις στον κατώτατο μισθό. Απαιτούνται διαρθρωτικές παρεμβάσεις που να στοχεύουν στην ουσιαστική αύξηση των πραγματικών μισθών (και όχι μόνο του κατώτατου), ώστε να κλείσει το μισθολογικό χάσμα με την Ε.Ε. Αλλά και στην ενίσχυση των ελέγχων και τη λήψη μέτρων (όπως η μείωση του ΦΠΑ) για την αναχαίτιση της αισχροκέρδειας και τη μείωση του κόστους των βασικών αγαθών.
Μόνο με τη σύγκλιση των μισθών προς τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, και όχι μόνο των τιμών, μπορεί να αποκατασταθεί η αγοραστική δύναμη και η αξιοπρέπεια της ελληνικής κοινωνίας.
Αυτό το βίντεο εξηγεί γιατί ο ρυθμός αύξησης του κατώτατου μισθού στην Ελλάδα (5ος χαμηλότερος ρυθμός ετήσιας αύξησης στην Ευρώπη) είναι από τους χαμηλότερους στην Ευρώπη.
